- λογχοδρέπανο
- το (AM λογχοδρέπανον)λόγχη που φέρει δρεπανοειδή αιχμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + δρέπανο(ν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό … Dictionary of Greek